- εύσκοπος
- (I)εὔσκοπος και έΰσκοπος, -ον (Α)1. αυτός που βλέπει καλά, ο οξυδερκής, ο άγρυπνος («ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης», Ομ. Ιλ.)2. (για αστρίες και για φως) αυτός που διακρίνεται από μεγάλη απόσταση3. (για τόπους) αυτός που έχει εκτεταμένη θέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκοπος (< σκέπτομαι), πρβλ. από-σκοπος, κατά-σκοπος].————————(II)εὔσκοπος και ἐΰσκοπος, -ον (Α)1. (για τον Απόλλωνα) αυτός που σκοπεύει καλά, ο καλός σκοπευτής2. (για τόξο) αυτό που χτυπάει τον στόχο του, που ευστοχεί.επίρρ...εὐσκόπως (ΑΜ)με ευστοχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκοπός «στόχος»].
Dictionary of Greek. 2013.